ἀμφικύπελλος

ἀμφικύπελλος
ἀμφικύπελλος, ον, in Hom. always [full] δέπας ἀ.
A double cup, such as forms a κύπελλον both at top and bottom, Il.1.584,al.: ἀμφικύπελλα are compared with the cell of a honeycomb, as possessing ἀμφίστομοι θυρίδες, Arist.HA624a9; but acc. to Aristarch., two-handled, cf. Ath. 11.783b (post 11.466c).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αμφικύπελλος — ἀμφικύπελλος, ον (Α) 1. στον Όμηρο πάντοτε στη φρ. «δέπας ἀμφικύπελλον», τέτοιο δηλ. που να αποτελεί κύπελλο και στην κορυφή και στη βάση του 2. κατά τον Αρίσταρχο, έτσι ονομάζεται το κύπελλο που έχει δύο λαβές. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + κύπελλον] …   Dictionary of Greek

  • ἀμφικύπελλον — ἀμφικύπελλος double cup masc/fem acc sg ἀμφικύπελλος double cup neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφικυπέλλου — ἀμφικύπελλος double cup masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφικυπέλλων — ἀμφικύπελλος double cup masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφικύπελλα — ἀμφικύπελλος double cup neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμφ(ι)- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής καθώς και επιστημονικών όρων, με μεγάλη παραγωγικότητα. Προέρχεται από την αρχαία λέξη ἀμφί, που λειτουργεί ως πρόθεση και επίρρημα. Κατά τη σύνθεση, το τελικό φωνήεν ι άλλοτε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”